περιπολώ

περιπολώ
περιπολῶ, -έω, ΝΜΑ [περίπολος]
περιφέρομαι ως φρουρός ενός τόπου ή ως ανιχνευτής σε καιρό πολέμου («οἵ τε φρουρεῑν ἐν τοῑς φρουρίοις, οἵ τε πελτάζειν καὶ περιπολεῑν τὴν χώραν», Ξεν.)
μσν.
ασχολούμαι με κάτι
αρχ.
1. κινούμαι γύρω από κάτι, περιφέρομαι
2. (για τον ήλιο ή τα ουράνια σώματα) περιστρέφομαι στο στερέωμα, ακολουθώ την τροχιά μου
3. διέρχομαι, διασχίζω έναν τόπο («πάντα δὲ οὐρανὸν περιπολεῑ», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπολώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιπολώ — φρουρώ, περιφέρομαι παντού επιτηρώντας: Όλη τη νύχτα στην πόλη περιπολούν αστυνομικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπολῶ — περιπολάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) περιπολέω go round pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιπολέω go round pres ind act 1st sg (attic epic doric) περιπολέω go round pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιπολέω go round… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρανοπολώ — οὐρανοπολῶ, έω (ΑΜ) περιπολώ στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πολῶ (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιπολώ»), πρβλ. ονειρο πολώ] …   Dictionary of Greek

  • περιπόλησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [περιπολώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπολώ, περιφορά γύρω από κάτι 2. (για αστέρες) περιστροφή («ἄπειρός τις τῶν οὐρανίων σωμάτων περιπόλησις», Ιω. Λυδ.) 3. φρ. «περιπόλησις ψυχῆς» (στη μετεμψύχωση) επαναστροφή τής ψυχής …   Dictionary of Greek

  • εφοδεύω — (ΑΜ ἐφοδεύω) [έφοδος] επισκέπτομαι αιφνιδιαστικά τις φρουρές τη νύκτα για επιθεώρηση, είμαι αξιωματικός εφόδου, εκτελώ εφοδεία αρχ. 1. περιπολώ («ἐφώδενον... κατὰ τὰ τείχη», Ξεν.) 2. επισκέπτομαι, επιθεωρώ («ἐφοδεύειν τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη», Πλούτ …   Dictionary of Greek

  • κερκετεύω — (Μ) περιπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. circito «γυρίζω τριγύρω»] …   Dictionary of Greek

  • περιπολία — η, ΝΑ, ιων. τ. περιπολίη Α [περίπολος] νεοελλ. 1. στρ. η ενέργεια τού περιπολώ, η φρούρηση ενός στρατιωτικής σημασίας στόχου με μικρή ένοπλη δύναμη, η οποία περιφέρεται μέσα στον αντίστοιχο τόπο ή κινείται περιμετρικά γύρω από αυτόν 2. η… …   Dictionary of Greek

  • περιπολεύω — ΜΑ περιπολώ, περιστρέφομαι («Ἥλιον περιπολεύοντα τὸν κόσμον», Φύλαρχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πολεύω «στρέφομαι» (< πόλος)] …   Dictionary of Greek

  • περιπόλημα — τὸ, Α [περιπολώ] αστρον. περιπόλησις* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”